καθηδυπάθησα

καθηδυπάθησα
καθηδυπαθέω
squander in luxury
aor ind act 1st sg
καθηδυπαθέω
squander in luxury
aor ind act 1st sg (homeric ionic)
καθηδυπαθέω
squander in luxury
aor ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καθηδυπαθήσας — καθηδυπαθήσᾱς , καθηδυπαθέω squander in luxury aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) καθηδυπαθήσᾱς , καθηδυπαθέω squander in luxury aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθηδυπαθώ — καθηδυπαθῶ, έω (Α) κάνω μεγάλες σπατάλες σε πολυτέλεια και ηδονές, ασωτεύω («δαρεικοὺς οὓς ἐγὼ λαβὼν οὐκ εἰς τὸ ἴδιον κατεθέμην ἐμοί, ἀλλ οὐδὲ καθηδυπάθησα», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἡδυ παθῶ (< ἡδυ παθής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”